σκιερότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του σκιερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιερός. Η λ., στον λόγιο τ. σκιερότης, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].