σκιμβασμός

English (LSJ)

φιλήματος εἶδος, Hsch. σκιμβόλος· ἠλίθιος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβασμός: «φιλήματος εἶδος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α σκιμβάζω
(κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος».