φιλήματος εἶδος, Hsch. σκιμβόλος· ἠλίθιος, Id.
σκιμβασμός: «φιλήματος εἶδος» Ἡσύχ.
Α σκιμβάζω(κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος».