σκιουρόμορφα

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. υπόταξη τρωκτικών θηλαστικών με 50 γένη και 260 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciuromorpha (< σκίουρος + μορφή)].