σκιφύδριον

English (LSJ)

τό, Dor. for ξιφύδριον, Epich.42.

German (Pape)

[Seite 900] τό, dor. statt ξιφύδριον, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.

Greek (Liddell-Scott)

σκῐφύδριον: τό, Δωρ. ἀντὶ ξιφύδριον, Ἐπιχ. 23. 5 Ahr· - «εἶδος κογχυλίου»Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 147.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ξιφύδριον.