σκληρότριχος

English (LSJ)

σκληρότριχον, = σκληρόθριξ, πρόβατον Gal.4.605.

German (Pape)

[Seite 901] = σκληρόθριξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σκληρόθριξ.