σκολίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, obliquity, ῥινός, τραχήλου, Sor.Fract.11, Gal.17(2).709 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 902] ἡ, das Krümmen, Biegen, die Krümmung, Biegung, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκολίωσις: -εως, ἡ, λοξότης, πλαγιότης, ῥινός, τραχήλου Σωραν., κλπ.