σκοπάω

English (LSJ)

= σκοπιάζω, Ar.Fr.854.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπάω: σκοπιάζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 679.

Russian (Dvoretsky)

σκοπάω: Arph. = σκοπιάζω.