σκοπευτήριον

German (Pape)

[Seite 903] τό, = σκοπιά, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπευτήριον: τό, = σκοπιά, τόπος ὑψηλός, ἐφ’ οὗ τις ἱστάμενος παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει ἢ δίδει σημεῖα, Ὠριγέν. 2. 745D, κ. ἀλλ.