σκορδινησμός

English (LSJ)

v. σκορδίνημα.

Greek Monolingual

και σκορδινισμός, ὁ, Α
το σκορδίνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε -σμός].