σκοτομηνία

English (LSJ)

ἡ, = σκοτομήνη (moonless night), Chrysipp. Stoic. 2.212, Aq. Jb. 3.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, mondfinstere, mondlose, dunkle Nacht, Sp.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκοτομήνιος
σκοτομήνη.