σκυβάλισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = σκύβαλον, Ps.-Phoc. 156.

German (Pape)

[Seite 906] τό, = σκύβαλον, Phocyl. 144.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβάλισμα: [ᾰ], τό, = σκύβαλον, Ψευδο-Φωκυλ. 144.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυβαλίζω
το σκύβαλο.