σκυζάω
English (LSJ)
A to be in heat, of dogs, Arist.HA572b26; of women, Phryn.PSp.18 B., cf. Phryn. Com.6 D.
II bark during sleep, Poll.5.86.
German (Pape)
[Seite 906] in der Brunst sein, brünstig, geil sein; B. A. 12, 15 erkl. τὸ πρὸς τὸ πάσχειν ὀργᾶν, τίθεται ἐπὶ τῶν νεωτέρων ἢ παίδων ἢ γυναικῶν; = καπράω, von Hunden, Arist. H. A. 6, 18; nach Poll. 5, 86 aber τὸ καθεύδοντας ὑποφθέγγεσθαι.
French (Bailly abrégé)
σκυζῶ :
être en chaleur en parlant des chiennes et des juments, mais aussi des femmes.
Étymologie: σκύζα.
Greek (Liddell-Scott)
σκυζάω: ἔχω σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, κατέχομαι ὑπὸ ὀργασμοῦ, ἐπὶ χυνῶν (πρβλ. καπράω), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 8· ἐπὶ γυναικῶν, Α. Β, 12.ΙΙ. ὑλακτῶ κοιμώμενος, Πολυδ. Ε΄, 86.
Russian (Dvoretsky)
σκυζάω: (о животных) пребывать в периоде течки Arst.