σκυταλίζω

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλίζω: διὰ τῆς σκυτάλης δέρω, ξυλοκοπῶ, τινά Τζέτζ.

Greek Monolingual

Μ σκυτάλη
χτυπώ κάποιον με τη σκυτάλη, με ρόπαλο, ξυλοκοπώ.