σκῠτᾰλίζω: διὰ τῆς σκυτάλης δέρω, ξυλοκοπῶ, τινά Τζέτζ.
Μ σκυτάληχτυπώ κάποιον με τη σκυτάλη, με ρόπαλο, ξυλοκοπώ.