σκυτοδεψός
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, = σκυτοδέψης; Plat. Gorg. 517 e; Luc. Vit. auct. 11.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοδεψός -οῦ, ὁ [~ σκυτοδέψης] leerlooier.
[Seite 908] ὁ, = σκυτοδέψης; Plat. Gorg. 517 e; Luc. Vit. auct. 11.
σκυτοδεψός -οῦ, ὁ [~ σκυτοδέψης] leerlooier.