σκυτόδεψος

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτόδεψος: ὁ, = σκυτοδέψης, Πλάτ. Γοργ. 517Ε, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σκυτοδέψης.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτόδεψος: и σκῡτοδεψός ὁ Plat., Luc. = σκυτοδέψης.