σμαρίδα

Greek Monolingual

η / σμαρίς, -ίδος, ΝΑ
η μαρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης (πρβλ. και λ. μαρίδα)].