σμαρίλη

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, = μαρίλη, Arist.Mir.833a25.

German (Pape)

μαρίλη.

Russian (Dvoretsky)

σμᾰρίλη: (ῐ) ἡ Arst. = μαρίλη.

Greek (Liddell-Scott)

σμαρίλη: [ῑ], ἡ, = μαρίλη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαρίλη. Για το αρκτικό σ- πρβλ. μικρός: σμικρός.