σμικρότης

English (LSJ)

v. μικρότης.

German (Pape)

[Seite 911] ητος, ἡ, att. statt μικρότης.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑκρότης: σμικρόφθαλμος, σμῑκρύνω, ἴδε ἐν λ. μικρ-.

English (Woodhouse)

(see also: μικρότης) smallness