σμικρόφθαλμος

English (LSJ)

μικρόφθαλμος, ον, small-eyed.

Greek Monolingual

-η, -ο / σμικρόφθαλμος, -ον, ΝΑ
βλ. μικρόφθαλμος.

German (Pape)

kleinäugig