σμῆριγξ
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A hair, Lyc.37, Poll.2.22; esp. on the thighs and necks of dogs, Hsch.
II σμῆριξ· πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, Id.; cf. μῆριγξ.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σμῆριγξ: -ιγγος, ἡ, = μῆριγξ, Λυκόφρ. 37, Πολυδ. Β΄, 22. - «πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες», καὶ «σμῆριγξ· πόα. καὶ εἶδος ἀκάνθης».
Frisk Etymological English
See also: s. μῆριγξ.
Frisk Etymology German
σμῆριγξ: {smē̃rigks}
See also: s. μῆριγξ.
Page 2,749