σμῆριγξ

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,
A hair, Lyc.37, Poll.2.22; esp. on the thighs and necks of dogs, Hsch.
II σμῆριξ· πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, Id.; cf. μῆριγξ.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, = μῆριγξ (w. m. s.), Lycophr. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆριγξ: -ιγγος, ἡ, = μῆριγξ, Λυκόφρ. 37, Πολυδ. Β΄, 22. - «πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες», καὶ «σμῆριγξ· πόα. καὶ εἶδος ἀκάνθης».

Frisk Etymological English

See also: s. μῆριγξ.

Frisk Etymology German

σμῆριγξ: {smē̃rigks}
See also: s. μῆριγξ.
Page 2,749