σοβητής

Greek (Liddell-Scott)

σοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδιώκων μακρὰν, ἀποσοβῶν, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

ὁ, Α σοβῶ
αυτός που διώχνει μακριά.