σορωνίς

English (LSJ)

ἐλάτη παλαιά, Hsch. (fort. σαρωνίς).

German (Pape)

[Seite 913] ίδος, ἡ, auch σωρωνίς, eine alte Tanne, Hesych.

Greek Monolingual

Α
βλ. σαρωνίς.