σουγχώρεισις
Greek (Liddell-Scott)
σουγχώρεισις: (συγχώρησις), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. CIG. 1569· ―σουνχωρειθὲν (συγχωρηθὲν) Bull. de cor. hell. III.462.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συγχώρηση.
σουγχώρεισις: (συγχώρησις), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. CIG. 1569· ―σουνχωρειθὲν (συγχωρηθὲν) Bull. de cor. hell. III.462.
ἡ, Α
βλ. συγχώρηση.