σοῦσθαι

English (LSJ)

σοῦσθε, σούσθω, v. σεύω.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.

Russian (Dvoretsky)

σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.

Greek Monotonic

σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.