σπέληξ

English (LSJ)

γυναικεῖον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον, Suid.; but σπέλληξι· σπελέθοις, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «γυναικεῖον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον».