σπέραδος

English (LSJ)

εος, τό, = σπέρμα, Nic.Th.649, Al.330; Ep. dat. pl. σπεράδεσσι ib.134.

German (Pape)

[Seite 919] τό, = σπέρμα; Nic. Th. 649 Al. 330; ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐϋτροχάλοιο λίνοιο, Al. 134.

Greek (Liddell-Scott)

σπέρᾰδος: τό, = σπέρμα, Νικ. Θηρ. 649, Ἀλεξιφ. 330· Ἐπικ. δοτ. πληθ. σπεράδεσσι, αὐτόθι 134.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ- του σπείρω πιθ. κατά το χέραδος.