σπέργυς

English (LSJ)

πρέσβυς, Hsch., EM 723.17.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργυς: «πρέσβυς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πρέσβυς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς.