σπέσσι

French (Bailly abrégé)

v. σπέος.

Greek Monotonic

σπέσσι: δοτ. πληθ. του σπέος.

Russian (Dvoretsky)

σπέσσι: dat. pl. к σπέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπέσσι dat. plur. van σπέος.