σπειροφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, spirale, a kind of gold ornament, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσό κόσμημα με σχήμα ελικοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + φύλαξ.