τό, Dim. of σπέρμα, Thphr. HP 9.20.1, BGU1861.4 (i B.C., pl.), Dsc.2.180, M.Ant.12.26.
[Seite 920] τό, dim. von σπέρμα; Theophr. bei Ath. II, 66; Diosc.
σπερμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπέρμα, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 66Ε, Διοσκ. 2. 211.