σπινθίον

English (LSJ)

τό,= σπίνος 1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 922] τό, = σπινίδιον, Hesych.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. του σπίνος (πρβλ. στρουθίον)].