σπιρούνισμα

Greek Monolingual

και σπηρούνισμα, το, Ν σπιρουνίζω
1. η κέντηση, το χτύπημα του αλόγου με το σπιρούνι
2. μτφ. έντονη προτροπή, παρακίνηση.