σπογγογενής
Greek Monolingual
-ές, Ν
φρ. «σπογγογενής ασβεστόλιθος» — ασβεστολιθικό ιζηματογενές πέτρωμα που σχηματίστηκε από ασβεστολιθικούς σκελετούς σπόγγων.
-ές, Ν
φρ. «σπογγογενής ασβεστόλιθος» — ασβεστολιθικό ιζηματογενές πέτρωμα που σχηματίστηκε από ασβεστολιθικούς σκελετούς σπόγγων.