στάξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (στάζω) dropping, dripping, e.g. of blood from the nose, in plural, Hp.Coac.57, cf. 588, Prorrh.1.59,148; in sg., σ. ἀπὸ ῥινῶν αἵματος Id.Coac.399.

German (Pape)

[Seite 929] ἡ, das Träufeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στάξις: ἡ, (στάζω) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς ῥινός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α στάζω
στάξιμοστάξις ἀπὸ ῥινῶν αἵματος», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάξις -εως, ἡ [στάζω] druppeling, druppel.