στάχος

Greek (Liddell-Scott)

στάχος: τό, Ἰνδικὴ ἢ Συριακὴ νάρδος, Ἱερόφιλ. παρὰ τῷ Ideler Phys. 1. 409 κἑξ., πρβλ. Salmas in Salm. σελ. 746 κἑξ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ινδική ή συριακή νάρδος.