-εως, ἡ, covering with hide, dub. cj. for στρέφωσις in Hsch.
[Seite 938] ἡ, das Bedecken mit Leder od. mit einem Felle, Valck. Callim. 288.
και στρέφωσις, -ώσεως, ἡ, Α στερφώη ενέργεια του στερφῶ, κάλυψη με δορά, με δέρμα.