σταθμητέον

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ «ζυγίσῃ», νὰ ἐκτιμήσῃ, νὰ κρίνῃ, Εὐστ. Πονημάτ. 170. 96., 171. 2.