στατή

English (LSJ)

πάρνη (leg. πόρνη, cf. στρατή), κάρδοπος, Hsch.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «πάρνη» (κώδ. «πόρνη»)
2. «κάρδοπος».