σταυρόμορφος
Greek (Liddell-Scott)
σταυρόμορφος: -ον, (μορφὴ) ὁ ἔχων μορφὴν σταυροῦ, Πισίδ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει μορφή σταυρού, σταυροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -μορφος (< μορφή)].
σταυρόμορφος: -ον, (μορφὴ) ὁ ἔχων μορφὴν σταυροῦ, Πισίδ.
-ον, Μ
αυτός που έχει μορφή σταυρού, σταυροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -μορφος (< μορφή)].