σταχυοβολέω
English (LSJ)
put forth ears, Thphr. CP 1.20.2.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren werfen, treiben, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοβολέω: ἐκβάλλω, ἀναδίδω στάχυας, «ξεσταχώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 20, 2.
put forth ears, Thphr. CP 1.20.2.
[Seite 931] Aehren werfen, treiben, Theophr.
στᾰχυοβολέω: ἐκβάλλω, ἀναδίδω στάχυας, «ξεσταχώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 20, 2.