σταχυολογῶ

Greek Monolingual

σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].