στεάζω

English (LSJ)

fatten, Al.Ps.19(20).4.

Greek (Liddell-Scott)

στεάζω: παχύνω, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

Μ στέαρ
παχύνω, καθιστώ παχύτερο κάποιον ή κάτι.