στελεχόκαρπος

English (LSJ)

στελεχόκαρπον, bearing fruit on the stem, Thphr. HP 4.2.4.

German (Pape)

[Seite 933] ant Stamme fruchttragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στελεχόκαρπος: -ον, ὁ φέρων καρπὸν ἐπὶ τοῦ στελέχους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρο ή φυτό) αυτός που φέρει καρπούς στον κορμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + καρπός].