στεμβάζω

English (LSJ)

= λοιδορῶ, Hsch.; aor. inf. -άξαι, = ὑβρίσαι, EM158.37.

German (Pape)

[Seite 934] = στέμβω (?).

Greek (Liddell-Scott)

στεμβάζω: τῷ ἑπομ., «στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν» Ἡσύχ.· ἀόρ. ἀπαρ. -άξαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 158. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω»
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω + κατάλ. -άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)].