στενοεπιμήκης

English (LSJ)

στενοεπιμήκες, of a narrow oblong shape, Hero *Geom.14.11, Eust.849.8.

German (Pape)

[Seite 935] ες, schmal u. lang, Schol. Soph. Ant. 1235.

Greek (Liddell-Scott)

στενοεπιμήκης: -ες, ὁ ἔχων σχῆμα στενὸν καὶ ἐπίμηκες, Εὐστ. 849. 8.

Greek Monolingual

-ίμηκες, Α
στενόμακρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ἐπιμήκης.