Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στενοσχιδής
Greek Monolingual
-ές, Ν 1. αυτός που έχει στενή σχισμή 2. αυτός που είναι κομμένος με στενές σχισμές. [ΕΤΥΜΟΛ.<στενός+ -σχιδής (<σχίζω), πρβλ.πολυ-σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].