στεπτός

English (LSJ)

στεπτή, στεπτόν, (στέφω) crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 936] bekränzt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couronné.
Étymologie: στέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτός: -ή, -όν, (στέφω) ἐστεμμένος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 306.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος.

Greek Monotonic

στεπτός: -ή, -όν (στέφω), στεφανωμένος, εστεμμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεπτός, ή, όν στέφω
crowned, Anth.