στερεόδερμος

English (LSJ)

στερεόδερμον, with hard skin or coat, Sch.Nic.Th. 376.

German (Pape)

[Seite 936] mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόδερμος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + δέρμα].