στερεόφωνος

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖαν, ἰσχυρὰν φωνήν, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τραχιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φωνος (< φωνή)].