στερνβεργία

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. βολβώδες φυτό που μοιάζει με τον κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sternbergia, από το όνομα του κόμη Κ. von Sternberg].